- τερατοποιός
- -όν, Ααυτός που κάνει θαυμαστά ή παράξενα πράγματα, θαυματοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατοποιόν — τερατοποιός working masc/fem acc sg τερατοποιός working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοποιοί — τερατοποιός working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοποιῶν — τερατοποιός working masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
чудодетель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. τερατόποιος) чудотворец. … … Словарь церковнославянского языка
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ … Dictionary of Greek
τερατοποιΐα — ἡ, ΜΑ [τερατοποιός] η τέλεση θαυμαστών ή παράξενων πραγμάτων, θαυματοποιία … Dictionary of Greek
τερατοποιώ — έω, Α [τερατοποιός] κάνω θαυμαστά πράγματα, είμαι θαυματοποιός … Dictionary of Greek
ՆՇԱՆԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 2 0434 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c ա. τερατοποιός prodigiorum factor, mirificus. Որ գործէ զնշանս եւ զարուեստս. սքանչելագործ. հրաշագործ, եւ հրաշալի. *Ի նշանագործ տէրն կարդայր: Զնշանագործ փրկիչն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)